- σκιρτητής
- σκιρτ-ητής, οῦ, ὁ,A leaper,
Σάτυρος Mosch.Fr.2.2
;Πάν Orph.H. 11.4
; Κουρῆτες ib.31.1; of Dionysus, AP9.524.19.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σάτυρος Mosch.Fr.2.2
;Πάν Orph.H. 11.4
; Κουρῆτες ib.31.1; of Dionysus, AP9.524.19.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκιρτητής — ὁ, Α [σκιρτῶ] (ως προσωνυμία. τού Σατύρου, τού Διονύσου, τού Πανός και τών Κουρήτων) αυτός που σκιρτά, που χοροπηδά … Dictionary of Greek
σκιρτηταί — σκιρτητής leaper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρτητήν — σκιρτητής leaper masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιρτητά — σκιρτητά̱ , σκιρτητής leaper masc nom/voc/acc dual σκιρτητής leaper masc voc sg σκιρτητής leaper masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PAN — quem pastorum, venatorumque Deum, et universae vitae rusticanae praesidem crediderung antiqui, cuius fil. fuerit, non satis constat. Homer. in Hymnis, Mercurii filium facit: Ε῾ρμείαο φίλον γόνον ἔννεπε Μοῦσα, Αἰτοπόδην, δικέρωτα, φιλόκροτον.… … Hofmann J. Lexicon universale
σκιρτητικός — ή, όν, Α [σκιρτητής] ατίθασος, ανυπότακτος («ἀταμίευτον τῶν ἡδονῶν ἡ ἀκμὴ καὶ σκιρτητικὸν καὶ χαλινοῡ δεόμενον», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
φιλοσκιρτητής — ὁ, Μ (για τους Σατύρους) αυτός που τού αρέσει να σκιρτά, να αναπηδά. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + σκιρτητής (< σκιρτῶ)] … Dictionary of Greek
ԿԱՅՏՌԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 1046 Chronological Sequence: 6c ա. σκιρτητικός, σκιρτητής . Ո lascive saliens. ր կայտռայ, խայտայ. կայթող. ոստոստօղ. ցաթկըտօղ. ... *Ախտ իբր ձի խրոխտ եւ յարձակող, եւ կայտառական՝ բնութեամբ: Մի՛ երբէք յարուցեալ կանգնեսցին ձիական եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)